- προμεθίημι
- Α1. αφήνω κάποιον ή κάτι να φύγει, να πετάξει προς τα εμπρός2. (με αιτ. και δοτ.) παρέχω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μεθίημι «αφήνω, ελευθερώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek